- επιδίνω
- βλ. επιδίδω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επιδινώ — ἐπιδινῶ, έω (Α) 1. περιστρέφω, στριφογυρίζω κάτι για να τό εκσφενδονίσω 2. μέσ. ἐπιδινοῡμαι στριφογυρίζω στον νου μου, συλλογίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δινέω, ώ (< δίνη)] … Dictionary of Greek
ἐπιδινῶ — ἐπιδινέω whirl for pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπιδινέω whirl for pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐπιδῑνῶ , ἐπιδινέω whirl for pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπιδῑνῶ , ἐπιδινέω whirl for pres ind act 1st sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιδινεύω — ἐπιδινεύω (Α) επιδινώ … Dictionary of Greek
επιδίδω — και επιδίνω επέδωσα, επιδόθηκα, επιδομένος, ως μτβ. 1. δίνω κάτι σε κάποιον, του το παραδίνω στο χέρι: Επέδωσα την επιστολή. 2. κοινοποιώ επίσημα κάποιο έγγραφο στην αρμόδια αρχή: Ο πρεσβευτής επέδωσε τα διαπιστευτήριά του. Ως αμτβ. 3. σπν.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)